- οπισθυπέρα
- ὀπισθυπέρα, ἡ (Α)το πίσω από τα δύο σχοινιά με τα οποία υψώνεται το ιστίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + ὑπέρα «το ανώτατο σχοινί τού ιστίου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek